Το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο (Δ.Ο.Δ.) εξέδωσε πρόσφατα μια απόφαση η οποία αφορά στην έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος με το οποίο είχε παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση της συζυγικής στέγης, στο σύζυγο. Η απόφαση έχει εκδοθεί στις 21/6/2023 και φέρει τον τίτλο Λ.Γ.Γ. (L.G.) v. Π.Γ., ΄Εφεση Αρ. 2/2023.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι από την πιο πάνω απόφαση του ΔΟΔ αναφύονται διάφορα θέματα και ερωτηματικά, τα οποία χρήζουν σχολιασμού. Αναφέρω, εκ προοιμίου, ότι η παράθεση των σχολίων αποτελούν προσωπικές απόψεις, οι οποίες και αυτές υπόκεινται σε κριτική.
Επί της απόφασης του ΔΟΔ, παρατηρούνται, υπό μορφή σχολιασμού, τα πιο κάτω:
1) Παρόλο που δεν φαίνεται να αναφέρεται ρητά στην απόφαση, εκείνο που προφανώς, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στην επιτυχία της αίτησης του εφεσείοντα ήταν η προχωρημένη ηλικία του (85 χρονών) και τα σοβαρά προβλήματα που αυτός αντιμετωπίζει.
Θα ήταν, προφανώς, ορθότερο να επισημανθεί αυτή η παράμετρος, η οποία, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να ενταχθεί στην προϋπόθεση του «δίκαιου και πρόσφορου», εφόσον κρίθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60.
2) Ασφαλώς, στη βάση του άρθρου 17(1) του Ν.23/90, παρέχεται αυτή η δυνατότητα αφού αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε αυτό το άρθρο, «εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους».
3) Όμως πρέπει, συνάμα, να υποδειχθεί ότι οι επί μέρους προϋποθέσεις του άρθρου 17(1) φαίνεται να τίθενται κατά σωρευτικό τρόπο: «εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών»
4) Σε συνέχεια των πιο πάνω, θα πρέπει το Δικαστήριο να ενδιατρίψει επί όλων των προϋποθέσεων, άσχετα αν αφορά ενδιάμεση αίτηση. Θεωρώ ότι είναι στη στάθμιση όλων των παραγόντων που θα κριθεί προς τα που κλείνει η πλάστιγγα. Διότι δεν αποκλείεται π.χ. οι συνθήκες του ενός να έχουν τη δική τους σημασία, αλλά από την άλλη το συμφέρον των παιδιών να υπερτερεί.
5) Περαιτέρω, από τη στιγμή που το συμφέρον των παιδιών είναι ένας από του παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη, και εφόσον στην οικογένεια υπήρχε και ανήλικο τέκνο, έπρεπε να ληφθεί και αυτό το γεγονός υπόψη.
6) Το ΔΟΔ, επί του θέματος του συμφέροντος του παιδιού αναφέρει στη σελ. 11 τα εξής:
«Δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα από την Εφεσείουσα στο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του το συμφέρον του παιδιού της Εφεσείουσας. Ο Εφεσίβλητος δεν έχει γονεϊκό ή άλλο καθήκον προς το παιδί. Ωστόσο, παρά την ιδιομορφία της υπόθεσης, το Δικαστήριο έστρεψε την προσοχή του σε όλα τα ουσιώδη θέματα και προσμέτρησε ανάμεσα σε άλλα, το συμφέρον και του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη το σχολείο, την ηλικία, τη μετακίνηση του και άλλα. ΄Εκρινε όμως, πως προείχε εν προκειμένω, η ευημερία του Εφεσίβλητου, ενόψει της ηλικίας, της βεβαρημένης του υγείας και των λοιπών παραμέτρων.»
Προκύπτει μέσα από την απόφαση του ΔΟΔ (σελ.6), ότι η εφεσείουσα με 4 ξεχωριστούς λόγους έφεσης (πέμπτος, έκτος, έβδομος και όγδοος λόγος) προβάλλει έντονα τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «δεν εξέτασε το συμφέρον του παιδιού ως προνοεί το ΄Αρθρο 17(1) του Ν.23/90». Αυτό επιβάλλει επιπρόσθετο καθήκον στο ΔΟΔ να δώσει τη δέουσα βαρύτητα επ΄ αυτού.
Επί του πιο πάνω αποσπάσματος, το οποίο σφραγίζει και την τύχη της έφεσης, πρέπει να γίνει επί μέρους σχολιασμός.
Με κάθε σεβασμό, έχω την άποψη ότι δεν προκύπτει μέσα από την απόφαση του ΔΟΔ ότι το Δικαστήριο «προσμέτρησε ανάμεσα σε άλλα, το συμφέρον και του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη το σχολείο, την ηλικία, τη μετακίνηση του και άλλα». Θα μπορούσε να διερωτηθεί κάποιος σε ποιο μέρος της απόφασης προκύπτει (μάλιστα με βεβαιότητα) ότι το Δικαστήριο ενασχολήθηκε με το θέμα του σχολείου του παιδιού, με την ηλικία του και την απομάκρυνσή του από τη συζυγική κατοικία;
Το ΔΟΔ αναφέρει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο «προσμέτρησε ανάμεσα σε άλλα» και «άλλα». Ποια είναι όμως αυτά τα «άλλα», δεν προσδιορίζεται στην απόφαση.
Το ρήμα «προσμετρώ», στη δική μου αντίληψη σημαίνει συνυπολογίζω, υπολογίζω επιπρόσθετα.
Το Δικαστήριο οφείλει να τοποθετείται κατά ξεκάθαρο τρόπο τι ακριβώς «προσμέτρησε» κατά τη δικαστική διεργασία η οποία οδήγησε στη δικαστική ετυμηγορία.
•Το ότι «ο Εφεσίβλητος δεν έχει γονεϊκό ή άλλο καθήκον προς το παιδί» δεν ενισχύει με οποιοδήποτε τρόπο τη δικαστική κατάληξη, γι’ αυτό ορθότερο θα ήταν να μην γινόταν νύξη επ΄ αυτού. Θα είχε σημασία, μόνο στην περίπτωση που ο εφεσίβλητος είχε γονικά δικαιώματα επί του αναφερόμενου παιδιού.
• Γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα στην «ιδιομορφία της υπόθεσης». Ελλείψει εξειδίκευσης της φράσης αυτής, η φράση αποτελεί γράμμα κενό, αποτελεί αόριστη έννοια που θα ήταν ορθό να αποφευγόταν να τεθεί στην απόφαση του ΔΟΔ.
• Γίνεται, περαιτέρω, αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «έστρεψε την προσοχή του σε όλα τα ουσιώδη θέματα και προσμέτρησε ανάμεσα σε άλλα, το συμφέρον και του παιδιού».
Η διατύπωση, ως έχει τεθεί, αφήνει να νοηθεί ότι το δικαστήριο, μεταξύ άλλων συμφερόντων, έλαβε υπόψη του και το συμφέρον του παιδιού. Η διατύπωση μπορεί να μην χρήζει σχολιασμού, όμως θα πρέπει να υποδειχθεί ότι στο άρθρο 17(1) γίνεται αναφορά μόνο στη φράση «και του συμφέροντος των παιδιών». Ουδεμία αναφορά γίνεται σε άλλα συμφέροντα. Το συμφέρον μάλιστα του τέκνου αποτελεί εντελώς ξεχωριστή προϋπόθεση η οποία, κατά σωρευτικό τρόπο, πρέπει να εξεταστεί με τις άλλες προϋποθέσεις για να διαφανεί αν θα χορηγηθεί θεραπεία.
7) Παρατηρείται από την απόφαση του ΔΟΔ, στην οποία διαλαμβάνονται περί των τριών σελίδων αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση, ότι γίνεται αναφορά στην ύπαρξη ενός ανηλίκου τέκνου. Αναφέρεται επ΄ αυτού στη σελ. 3 της απόφασης «Προκύπτει, περαιτέρω, ότι η Καθ’ ης η αίτηση έχει, σύμφωνα με τη θέση της, υιοθετήσει ένα παιδί, το οποίο φοιτά σε ιδιωτικό Ρωσικό Σχολείο, του έχει κανένα γονεϊκό δικαίωμα ή υποχρέωση, αντίθετα με την Καθ’ ης η αίτηση η οποία έχει την αποκλειστική γονική μέριμνα του παιδιού»
Επί του ιδίου θέματος αναφέρεται στη σελ. 4 της απόφασης του ΔΟΔ ότι η εφεσείουσα «όπως η ίδια ισχυρίζεται, πληρώνει τα δίδακτρα φοίτησης του παιδιού στο ιδιωτικό Ρωσικό Σχολείο όπου φοιτά, και έχει αποκτήσει αποκλειστικά, ως η ίδια ισχυρίζεται, με δικούς της πόρους περιουσιακά στοιχεία».
Αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, καθήκον του Δικαστηρίου να τοποθετηθεί επ΄ αυτού του σημαντικού παράγοντα. Τη στιγμή μάλιστα που η αποκλειστική γονική μέριμνα του ανηλίκου ασκείται από την εφεσείουσα, θεωρείται σημαντική παράλειψη να μην γίνει αναφορά στο συμφέρον του παιδιού.
Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος «δεν έχει κανένα γονεϊκό δικαίωμα ή υποχρέωση» επί του ανηλίκου δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αλλά απεναντίας προσθέτει επιπρόσθετη υποχρέωση προς το Δικαστήριο να σταθμίσει και αυτό τον παράγοντα.
Αυτό το καθήκον του Δικαστηρίου για στάθμιση και του συμφέροντος του παιδιού θα αμβλυνόταν, προφανώς, στην περίπτωση που η γονική μέριμνα του ασκείτο όχι από την εφεσείουσα αλλά από τον εφεσίβλητο.
Είναι, επίσης, εξόφθαλμο ότι το Δικαστήριο για ό,τι αφορά τον ανήλικο έλαβε υπόψη του μόνο το γεγονός ότι τα δίδακτρα φοίτησής του στο σχολείο καταβάλλονται αποκλειστικά από την εφεσείουσα. Αυτό, για να ενισχύσει τη θέση ότι η οικονομική κατάσταση της εφεσείουσας είναι καλύτερη από αυτή του εφεσίβλητου. Αυτό όμως μπορεί να εμπίπτει στον όρο των «ειδικών συνθηκών του καθενός» ο οποίος είναι ανεξάρτητος από το «συμφέρον των παιδιών».
8) Σε συνέχεια με τα πιο πάνω, πρέπει να επισημανθεί ότι στο άρθρο 17(1) γίνεται αναφορά σε συμφέρον των «παιδιών» χωρίς να γίνεται αναφορά στην ηλικία τους.
Φαίνεται δε, ότι κατά το χρόνο καταχώρησης της επίδικης αίτησης ίσχυε ο Ν. 23/90 πριν αυτός τροποποιηθεί από το Ν. 2(1)/23 , στις 13/1/23. Στο κείμενο του νόμου πριν αυτός τύχει τροποποίησης δεν υπήρχε κάποια διάταξη που να ερμήνευε τη λέξη «παιδί».
Μετά την αναφερόμενη τροποποίηση, τέθηκε στην ερμηνευτική διάταξη του Άρθρου 2 η πρόνοια ότι «παιδί» σημαίνει πρόσωπο ηλικίας κάτω των (18) ετών. Συνεπώς όπως και να έχει το πράγμα, το παιδί στην υπό κρίση υπόθεση ήταν 10 χρόνων, περίπτωση που εμπίπτει εντός των προνοιών του Νόμου.
9) Ασφαλώς δεν διαφοροποιούνται τα πράγματα επειδή το παιδί είναι υιοθετημένο παιδί της εφεσείουσας και όχι φυσικό τέκνο της.
10) Ούτε και έχει σημασία ότι ο εφεσίβλητος ουδεμία (συγγενική) σχέση έχει με το παιδί. Σημασία έχει ότι το παιδί ζούσε κάτω από τη συζυγική στέγη στην οποία διέμεναν οι διάδικοι. Κατ’ επέκταση, και σε συμφωνία με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, έχουν θεμελιωθεί δικαιώματα για οικογενειακή ζωή που χρήζουν προστασίας.
11) Αναφέρεται στη σελ. 3 της απόφασης του ΔΟΔ, με παραπομπή στην πρωτόδικη απόφαση ότι «ο γάμος τους, για τον Αιτητή έχει ανεπανόρθωτα κλονισθεί όπως προκύπτει εξάλλου από την καταχώρηση ή προστιθέμενη καταχώρηση αγωγής διαζυγίου.»
Ο Νόμος, στη διάταξη του Άρθρου 17(1) θέτει κάποιες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να δικαιολογείται η καταχώρηση της σχετικής αίτησης, ως ακολούθως: «Σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης ή σε περίπτωση που δίνεται γνωστοποίηση στον Επίσκοπο ή στον αρμόδιο θρησκευτικό ηγέτη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 και 10, αντίστοιχα, του περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου ή σε περίπτωση που καταχωρείται αγωγή διαζυγίου»
Ο Νόμος δεν επιβάλλει καθήκον στο Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα επί της βιωσιμότητας ή όχι του γάμου, ούτε και αν επήλθε κλονισμός της έγγαμης σχέσης, ούτε αν έχει ανεπανόρθωτα κλονιστεί ο γάμος.
Επί του ιδίου θέματος φαίνεται από το κείμενο της απόφασης που παρατέθηκε πιο πάνω ότι είναι ασαφές κατά πόσο καταχωρήθηκε αίτηση διαζυγίου ή αν υπάρχει πρόθεση προς τούτο. Ασφαλώς ή το ένα θα ισχύει ή το άλλο.
12) Προκύπτει από την απόφαση του ΔΟΔ (σελ.3-5), στην οποία υιοθετούνται αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση ότι υπήρξε σε μεγάλη έκταση αναφορά σε περιουσιακά στοιχεία των διαδίκων και στην εκαι στην επικαρπία που διατηρεί ο εφεσίβλητος επί της συζυγικής κατοικίας.
Ο υπερτονισμός αυτού του γεγονότος γίνεται και στη σελίδα 2 της απόφασης, με το ΔΟΔ να αναφέρει ότι «η Εφεσείουσα με το ανήλικο τέκνο της (10 ετών) έχουν μετακινηθεί από την οικογενειακή εστία και ο Εφεσίβλητος ο οποίος έχει και την ισόβια επικαρπία, διαμένει πλέον σ΄ αυτή».
Άσχετα από τις οποιεσδήποτε θέσεις των δυο πλευρών επί του τρόπου απόκτησής τους (σελ. 4 απόφασης), το δικαστήριο ορθά παρατήρησε ότι «Τα θέματα της εγκυρότητας της μεταβίβασης του συζυγικού οίκου και η συμβολή του κάθε συζύγου στην απόκτηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων, αποτελούν θέματα άλλων διαδικασιών και όχι της παρούσας.»
Δεδομένου όμως ότι σύμφωνα με το άρθρο 17(1) η χρήση της συζυγικής στέγης χορηγείται «ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του», το Δικαστήριο θα μπορούσε να μην ασχοληθεί σε έκταση επ’ αυτού. Η αναφορά στην ακίνητη περιουσία διαδραματίζει το δικό της ρόλο, ακριβώς για να φανεί κατά πόσο ο σύζυγος που θα διαταχθεί να εγκαταλείψει τη συζυγική κατοικίας έχει άλλο χώρο για να διαμένει. Αυτό, ασφαλώς εντασσόμενο στα πλαίσια «των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους» και «εφόσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας».
13) Σε συνέχεια των πιο πάνω, το ΔΟΔ χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, ως σημαντικό γεγονός το ότι ο εφεσίβλητος διατηρεί επικαρπία επί της συζυγικής κατοικίας.
Αναφέρει συγκεκριμένα στις σελ. 8-9 «το Δικαστήριο έκρινε τα λοιπά στοιχεία που θεώρησε σημαντικά, όπως……….. την ύπαρξη του δικαιώματος ισόβιας επικαρπίας επί της επίδικης οικίας του Εφεσίβλητου – η οποία ανήκει (μετά από δωρεάν του Εφεσίβλητου) στην Εφεσείουσα – ».
14) Σε συνέχεια του πιο πάνω αποσπάσματος το ΔΟΔ προσθέτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε και «άλλα επιμέρους στοιχεία που το Δικαστήριο με επιμέλεια αναλύει».
Με κάθε σεβασμό, είναι η θέση μου ότι η διατύπωση αυτή του ΔΟΔ είναι παντελώς αόριστη. Θα είχε αξία αν το ΔΟΔ απαριθμούσε ή καθόριζε, κατά ξεκάθαρο τρόπο, ποια ήταν αυτά τα στοιχεία αντί να αφήνει τον αναγνώστη στην απορία.
15) Προβάλλει, περαιτέρω η εφεσείουσα ως ξεχωριστό λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «παρέβλεψε τις διατάξεις και επιδιώξεις του Άρθρου 17 διότι ο Εφεσίβλητος δεν απέδειξε τη διάσταση ώστε να ενεργοποιείται η εξουσία του Δικαστηρίου (ένατος λόγος)».
Για την ενεργοποίηση της διάταξης του άρθρου 17(1) είναι απαραίτητο να προηγηθεί μία εκ των τριών προϋποθέσεων, δηλαδή: α) διακοπή της συμβίωσης, είτε β) να σταλεί γνωστοποίηση στον αρμόδιο Επίσκοπο για την πρόθεση λύσης του γάμου, είτε γ) να καταχωρηθεί αγωγή διαζυγίου. Στην περίπτωση που δεν προηγηθεί μια εκ των τριών προϋποθέσεων, η αίτηση είναι θνησιγενής, υποκείμενη στην απόρριψη της. Ούτε, ασφαλώς, μπορεί να θεραπευθεί τέτοια παράλειψη. Ακόμα και στην περίπτωση που η διάσταση έπεται της καταχώρησης της αίτησης, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να διασώσει τη βιωσιμότητα της αίτησης.
Από τη στιγμή που προβλήθηκε, επί του θέματος, ξεχωριστός λόγος, το ΔΟΔ όφειλε να εγκύψει επ΄ αυτού.
Στη σελ. 3 της απόφασης, όπου αναπαράγεται απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, αναφέρεται ότι «Προκύπτει ως δεδομένο ότι, οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση, ανεξάρτητα δε με τους λόγους που προκάλεσαν τη διάσταση, ο γάμος τους, για τον Αιτητή έχει ανεπανόρθωτα κλονισθεί όπως προκύπτει εξάλλου από την καταχώρηση ή προτιθέμενη καταχώρηση αγωγής διαζυγίου».
Στη σελ. 8, το ΔΟΔ τοποθετήθηκε επί του θέματος αναφέροντας ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε διάσταση της σχέσης των διαδίκων όχι βεβαίως υπό την αυστηρά απόδειξη, αλλά υπό την έννοια της κατάδειξης των συνθηκών εκείνων που ενεργοποίησαν την επίδικη αυτή διαδικασία».
Προχωρεί το ΔΟΔ, στη σελ. 9 ως εξής: «σε ενδιάμεση θεραπεία για προσωρινό διάταγμα, εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις για την πιθανότητα ύπαρξης του. Άλλωστε, η διάσταση είναι κυρίως ζήτημα πραγματικό, συναρτώμενο με τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης». Συνεχίζει το ΔΟΔ στην ίδια σελίδα : «Η χωριστή διαβίωση των διαδίκων, ομού με τις λοιπές συνθήκες αποξένωσης, αποτελούσαν υπόβαθρο γεγονότων που στα πλαίσια της ειδικής αυτής δικαιοδοσίας, ορθώς κρίθηκαν ως επαρκή στοιχεία ένδειξης δικαιώματος ως προς τις προϋποθέσεις του ΄Αρθρου 32».
Με κάθε σεβασμό, στη δική μου αντίληψη, δεν καταδεικνύεται μέσα από τα πιο πάνω αποσπάσματα η έλευση της διάστασης εν τη νομική εννοία, ούτε, ασφαλώς πότε αυτή επήλθε. Η φυσική απομάκρυνση των συζύγων δεν θεμελιώνει και τη διάστασή τους.
Το αγώγιμο δικαίωμα αναφύεται, και η αξίωση στη βάση του άρθρου 17(1) γεννιέται όταν υπάρξει (τουλάχιστον) η πρώτη (χρονικά) προϋπόθεση που είναι η διάσταση. Διαφορετικά αξίωση δεν γεννιέται.
Γίνεται λόγος στην απόφαση ότι «είναι δεδομένο ότι, οι διάδικοι βρίσκονται σε διάσταση», καθώς επίσης γίνεται αναφορά για «καταχώρηση ή προτιθέμενη καταχώρηση αγωγής διαζυγίου». Όταν υπάρχει αμφισβήτηση μίας τόσο σημαντικής προϋπόθεσης που άπτεται αυτής ταύτης της στοιχειοθέτησης του αγώγιμου δικαιώματος, έχω την ταπεινή άποψη ότι το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως βαθμού, θα πρέπει να τοποθετείται ξεκάθαρα επ΄ αυτού. Αυτό πρωτίστως, υπαγορεύεται από το ίδιο το Σύνταγμα που επιτάσσει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων.
Μπορεί, σύμφωνα με τη Νομολογία στην οποία παραπέμπει το ΔΟΔ, σε προσωρινή θεραπεία «δεν χρειάζεται η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις για την πιθανότητα ύπαρξης του», για να καταλήξει ότι τα γεγονότα «ορθώς κρίθηκαν ως επαρκή στοιχεία ένδειξης δικαιώματος ως προς τις προϋποθέσεις του ΄Άρθρου 32», όμως οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν 14/60 θα ικανοποιούνταν, μεταξύ άλλων, αν προσδιοριζόταν και η έλευση της διάστασης, αφού μη τεκμηρίωση αυτής, θα οδηγούσε στη μη πλήρωση αυτών των προϋποθέσεων.
Ουδεμία διαφοροποίηση υπάρχει αν αφορά ενδιάμεσο διάταγμα. Από τη στιγμή δε, που το ΔΟΔ υποδεικνύει ότι η διάσταση αποτελεί πραγματικό γεγονός, τότε γιατί δεν καθορίστηκε με μία μόνο λέξη, πότε είχε αυτή επέλθει; Περαιτέρω, κάποιος θα μπορούσε να
παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει «ολίγη διάσταση», αφού ως πραγματικό γεγονός, ή υπάρχει ή δεν υπάρχει…
16) Θα μπορούσε κάποιος να προβάλει τη θέση -ακριβώς λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης-, του γεγονότος ότι: α) με την ενδιάμεση θεραπεία ζητείτο ακριβώς η ίδια θεραπεία με αυτή που ζητείται στην εναρκτήρια αίτηση, β) η χορήγηση τέτοιας θεραπείας αποτελεί πολύ δραστικό μέτρο αφού διατάσσεται η απομάκρυνση του ενός συζύγου (και του παιδιού) από τη συζυγική στέγη, γ) ήδη στη συζυγική κατοικία διέμενε η εφεσείουσα με το παιδί, να μην χορηγείτο ενδιάμεση θεραπεία, αλλά να δινόταν βαρύτητα στην άμεση εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
17) Αποτελεί ξεχωριστό και εξειδικευμένο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ένστασης (πρώτος λόγος)». Προκύπτει από την απόφαση του ΔΟΔ, (σελ. 10) ότι η εφεσείουσα είχε εγείρει στην ένστασή της συνολικά 25 λόγους ένστασης.
Το ΔΟΔ παραλείπει να τοποθετηθεί, κατά ευθύ τρόπο, επί αυτού του θέματος. Αρκέστηκε να αναφέρει (στη σελ.10) ότι δεν «αποτελεί στοιχείο της δικανικής κρίσης η επανάληψη και η ενασχόληση με κάθε επιχείρημα και θέση των διαδίκων» και ότι «Είναι αρκετό να διαφαίνεται από την απόφαση καθαρή δικαστική κρίση, η οποία να είναι αιτιολογημένη».
Με τον δέοντα σεβασμό, η τοποθέτηση του ΔΟΔ επί του θέματος είναι παντελώς ελλιπής. Όταν κάποιος διάδικος εγείρει τόσους λόγους ένστασης, το Δικαστήριο έχει την υποχρέωση αν μη τι άλλο, να ομαδοποιήσει τους λόγους ένστασης (στην έκταση που αυτό είναι εφικτό) και να τοποθετηθεί επ΄ αυτών κατά πόσο τις κάνει αποδεκτές ή όχι. Ο μελετητής της απόφασης δεν έχει υπόψη του τι αφορούσαν αυτές οι ενστάσεις -εφόσον δεν παρατίθενται στην απόφαση του ΔΟΔ-, και θα αιωρείται στο μυαλό του ότι αδικαιολόγητα και ανεξήγητα δεν εξετάστηκε στις σωστές διαστάσεις αυτός ο λόγος έφεσης.
Η γενική και αόριστη αιτιολογία που δίνει το ΔΟΔ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «έστρεψε την προσοχή του σε όλα τα ουσιώδη θέματα» δεν πείθει τον αναγνώστη ότι η αντιμετώπιση αυτού του λόγου έφεσης έγινε εντός των αναμενόμενων πλαισίων. Το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως βαθμού, δεν επιλέγει, κατά τα το δοκούν, με ποιους λόγους ένστασης ή έφεσης θα ασχοληθεί.
Η αναφορά του ΔΟΔ (στη σελ.6) ότι «Επειδή οι λόγοι είναι αλληλένδετοι και εν πολλοίς επάλληλοι στο περιεχόμενο τους, θεωρούμε πρόσφορο να τους εξετάσουμε συνολικά», αποτελεί εύσχημο -και δικαιολογημένο σε κάποιο βαθμό- τρόπο για το πώς θα επιληφθεί του συνόλου των λόγων έφεσης, όμως το Δικαστήριο θα πρέπει, έστω ακροθιγώς, να δίνει τη δέουσα βαρύτητα στην εξέτασή τους.
Η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει την εξέταση των θεμάτων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, με επάρκεια, και την παράθεση, κατά εμπεριστατωμένο τρόπο, της πνευματικής διεργασίας στην οποία προέβη το Δικαστήριο για να καταλήξει στην ετυμηγορία του.
18) Η εφεσείουσα πρόβαλε ξεχωριστό λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα και αυθαίρετα κατέληξε σε ευρήματα επί της ουσίας (δεύτερος λόγος)».
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος, ότι η θέση αυτή της εφεσείουσας είναι σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη. Οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων. Το δικαστήριο φαίνεται να προέβη σε κάποια αξιολόγηση αυτής της μαρτυρίας και κατάληξε στα συμπεράσματά του στη βάση των οποίων προχώρησε στην έκδοση του επίδικου διατάγματος. Θα διερωτάται κάποιος τι απέμεινε για εξέταση για να καταλήξει το δικαστήριο, στην εναρκτήρια αίτηση για να μην προχωρήσει στη έκδοση τελικού διατάγματος;
19) Άξια σχολιασμού είναι και η κατάληξη της δικαστικής ετυμηγορία «δεν παρατηρούμε καταστρατήγηση των σκοπών του Άρθρου 17, θυμίζοντας και πάλι πως πρόκειται για προσωρινή θεραπεία».
Το ότι πρόκειται για «προσωρινή θεραπεία» δεν διαφοροποιεί, ποσώς, τα πράγματα. Οι αποφάσεις, ειδικότερα του Εφετείου, πρέπει να είναι αιτιολογημένες ανεξάρτητα αν αφορούν αποφάσεις επί εναρκτήριων ή ενδιάμεσων αιτήσεων. Εύκολα, προφανώς, θα χρησιμοποιείτο η φράση αυτή και στην περίπτωση που η έφεση γινόταν δεκτή και παραμεριζόταν η πρωτόδικη απόφαση αν κρινόταν ότι όντως είχε καταστρατηγηθεί η διάταξη του άρθρου 17(1).
20) Το ΔΟΔ, στη σελίδα 7 της απόφασής του παραθέτει τη διάταξη του Άρθρου 17(1) ως αυτό έχει τροποποιηθεί από το Ν. 2(1)/2023. Προβαίνει στη συνέχεια στην ακόλουθη τοποθέτηση/διευκρίνηση «Σημειώνεται πως παρατίθεται πιο πάνω το τροποποιηθέν στις 13.1.2023 ΄Άρθρο 17, πλην όμως οι αλλαγές δεν επηρεάζουν το προσωρινό μέτρο. Ως προς δε, το «proviso» (νοείται) θεωρούμε ότι ενδεχομένως να έχει κάποια σημασία για την κυρίως αίτηση, όχι για ό,τι ήδη αποφασίστηκε».
Με κάθε σεβασμό, προς τι αυτή η διευκρίνηση του ΔΟΔ; Για ποιο λόγο παρατέθηκε η τροποποιημένη διάταξη του αναφερόμενου άρθρου; Αν η υπόθεση εκδικάστηκε στη βάση του Άρθρου 17(1) πριν αυτό τύχει τροποποίησης, αυτό έπρεπε να παρατεθεί και όχι το τροποποιημένο.
Περαιτέρω, προς τι η παράθεση της επιφύλαξης του άρθρου αυτού «(νοείται)»; Και περαιτέρω, προς τι η νύξη «ενδεχομένως να έχει κάποια σημασία για την κυρίως αίτηση, όχι για ό,τι ήδη αποφασίστηκε»; Με όλο το σεβασμό, προσωπικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σκοπιμότητα αυτής της προσέγγισης του ΔΟΔ.
21) Και επί του ύψους των εξόδων της έφεσης που επιδίκασε το ΔΟΔ, θα μπορούσε κάποιος να εκφράσει την άποψη ότι το ποσό των €2.000 στα οποία καταδικάστηκε η εφεσείουσα ήταν υπό τα δεδομένα της υπόθεσης σχετικά ψηλά, δεδομένου μάλιστα ότι αφορούσε απόφαση σε ενδιάμεση αίτηση και όχι σε εναρκτήρια αίτηση. Ενισχυτική της θέσης αυτής που προβάλλεται αποτελεί η πρόσφατη απόφαση του ΔΟΔ στην υπόθεση X.Γ. v. Κ.Κ., ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 1/2022, ΔΟΔ, 26/1/2023, όπου παρόλο που το ΔΟΔ προχώρησε στην απόρριψη της έφεσης, εν τούτοις θεώρησε ορθό όπως η κάθε πλευρά καταβάλει τα έξοδα της.
Η ασφάλεια δικαίου υπαγορεύει το σεβασμό προς τη νομοθεσία, τη νομολογία, στο δικαστικό προηγούμενο και τη δικαστική πρακτική. Διαφορετικά…